- διαδικασμός
- διαδῐκ-ασμός, ὁ,A lawsuit: contention, Aq.Ez.48.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαδικασμός — διαδικασμός, ο (Α) η δίκη, ο αγώνας, η διαδικασία, η προσπάθεια … Dictionary of Greek
διαδικασμοῦ — διαδικασμός lawsuit masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)